- κορνίζα
- η1. πλαίσιο πινάκων, φωτογραφιών, διπλωμάτων κ.λπ., κατασκευασμένο από ξύλο, γύψο ή σίδερο, το κάδρο2. το περίζωμα οικοδομημάτων ή επίπλων που εξέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cornise].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορνίζα — η (λ. ενετ.), το πλαίσιο φωτογραφιών, πινάκων, εικόνων κ.ά., κάδρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορνιζώνω — και κορνιζάρω [κορνίζα] περιβάλλω κάτι με κορνίζα, με πλαίσιο, τοποθετώ ή εφαρμόζω κάτι μέσα σε πλαίσιο … Dictionary of Greek
πλαίσιο — Όρος που προέρχεται από το ρήμα πλαισιώνω = περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, κορνιζάρω. Ο όρος χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική για να χαρακτηρίσει τις διακοσμήσεις της εξωτερικής όψης του πάνω τμήματος, προς την οροφή, μιας οικοδομής. Συνήθως όμως π … Dictionary of Greek
αέτωμα — Αρχιτεκτονικός όρος. Α. ονομάζεται το τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού που βρίσκεται πάνω από τον θριγκό, στις δύο στενές πλευρές του ναού και αντιστοιχεί δομικά στον χώρο που περικλείουν οι δύο πλάγιες γραμμές της σαμαρωτής στέγης και η… … Dictionary of Greek
ακορνιζάριστος — η, ο [κορνιζάρω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε κορνίζα (αποδίδεται σε πίνακες, φωτογραφίες κ.λπ.) 2. εκείνος που δεν έχει ή δεν μπορεί να διακοσμηθεί με γύψινα πλαίσια (αποδίδεται σε παράθυρα, οροφές, τοίχους κ.λπ.) … Dictionary of Greek
απλαισίωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πλαίσιο, χωρίς κορνίζα 2. αυτός που δεν περιτριγυρίζεται από φίλους ή οπαδούς … Dictionary of Greek
γείσο — Το μέρος της στέγης ενός ναού ή σπιτιού που προεξέχει από τους κάθετους τοίχους του, με σκοπό να τους προφυλάξει από τα νερά της βροχής που ρέουν από τη στέγη. Στην αρχιτεκτονική των αρχαίων το γ. ήταν το ανώτατο τμήμα του θριγκού (κορνίζας). Το… … Dictionary of Greek
θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… … Dictionary of Greek
κάδρο — το (Μ κάδρον) 1. πλαίσιο, ιδίως εικόνας, κορνίζα 2. φωτογραφία, εικόνα ή ζωγραφικός πίνακας κορνιζαρισμένος 3. προσωπογραφία («το κάδρο τού πατέρα του») μσν. τετράγωνο, τετραγωνισμένη πινακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quadro (< λατ. quadrus… … Dictionary of Greek
κορνίζωμα — το [κορνιζώνω] η τοποθέτηση φωτογραφίας, πίνακα ή διπλώματος σε κορνίζα … Dictionary of Greek